- ἀρκοῦντα
- ἀρκέωward offpres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀρκέωward offpres part act masc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀρκοῦντ' — ἀρκοῦντα , ἀρκέω ward off pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρκοῦντα , ἀρκέω ward off pres part act masc acc sg (attic epic doric) ἀρκοῦντι , ἀρκέω ward off pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) ἀρκοῦντι , ἀρκέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀρκοῦντα — ἀρκοῦντα , ἀρκέω ward off pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρκοῦντα , ἀρκέω ward off pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκοῦνθ' — ἀρκοῦντα , ἀρκέω ward off pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρκοῦντα , ἀρκέω ward off pres part act masc acc sg (attic epic doric) ἀρκοῦντι , ἀρκέω ward off pres part act masc/neut dat sg (attic epic doric) ἀρκοῦντι , ἀρκέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… … Dictionary of Greek
οικόσιτος — η, ο (Α οἰκόσιτος, ον) αυτός που ζει και τρέφεται μέσα στο σπίτι αρχ. 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι του και συντηρείται από την οικογένειά του («εὐθὺς ἂν αὐτὸς ἔχειν τὰ ἀρκοῡντα παρὰ τῆς τέχνης καὶ μηκέτ οἰκόσιτος εἶναι τηλικοῡτος ὤν»,… … Dictionary of Greek
προδιασημαίνομαι — Μ δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων («ἀρκοῡντα προδιασημηνάμενος τοῑς πειρωμένοις παίζειν ἐν οὐ παικτοῑς», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασημαίνω «δηλώνω, φανερώνω κάτι με σήματα»] … Dictionary of Greek